babytales.gr on Facebook

Tα ξωτικά και ο παππουτσής

Η μαγική χύτρα
WTemail it
Για να στείλεις το προεπιλεγμένο υλικό με email βάλε στο πεδίο ΠΡΟΣ όσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις επιθυμείς, χωρίζοντάς τες με ένα κόμμα. Συμπλήρωσε το μήνυμά σου στο ανάλογο πεδίο και πάτα Send.
ΠΡΟΣ*
ΤΟ EMAIL ΣΟΥ*
ΤΟ ΜΥΝΗΜΑ ΣΟΥ
ΠΡΟΕΠΙΣΚΟΠΙΣΗ
  
Υπήρχε κάποτε ένας παπουτσής που δούλευε πολύ σκληρά και ήταν πολύ δίκαιος, αλλά δεν κέρδιζε αρκετά χρήματα για να ζήσει και στο τέλος δεν του έμεινε τίποτα στον κόσμο, εκτός από ένα κομμάτι δέρμα που έφτανε ίσα ίσα για να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια. Έτσι, έκοψε το δέρμα σε κομμάτια και τα ετοίμασε απ’ τη νύχτα, γιατί το πρωί ήθελε να ξυπνήσει νωρίς και να πιάσει δουλειά. Η συνείδησή του ήταν καθαρή και η καρδιά του γαλήνια παρά τα προβλήματα που είχε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και γεμάτος πίστη αποκοιμήθηκε. Το πρωί, αφού προσευχήθηκε κατέβηκε για δουλειά, και τότε, είδε έκπληκτος τα παπούτσια να βρίσκονται κιόλας έτοιμα πάνω στον πάγκο.

Ο αγαθός άνθρωπος δεν ήξερε τι να πει ή τι να σκεφτεί γι’ αυτό το παράξενο πράγμα που του συνέβη. Κοίταξε προσεκτικά τα παπούτσια και παρατήρησε ότι ήταν φτιαγμένα με μεγάλη δεξιοτεχνία: δεν υπήρχε ούτε μια βελονιά που να είναι λάθος, ήταν ραμμένα τόσο κομψά και με τόση ακρίβεια που ήταν στ’ αλήθεια ένα αριστούργημα. Την ίδια μέρα ήρθε στο μαγαζί του ένας πελάτης και δοκίμασε τα παπούτσια. Του άρεσαν τόσο που πρόθυμα, έδωσε στον τσαγκάρη περισσότερα χρήματα απ’ ότι κόστιζαν. Ο φτωχός τσαγκάρης με αυτά τα χρήματα, αγόρασε αρκετό δέρμα για να φτιάξει δύο ακόμη ζευγάρια παπούτσια. Το βράδυ σταμάτησε τη δουλειά και έπεσε για ύπνο νωρίς ώστε το επόμενο πρωί να ξυπνήσει έγκαιρα για να τελειώσει τα παπούτσια, αλλά δεν χρειάστηκε να το κάνει, γιατί μόλις  σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, είδε τα παπούτσια έτοιμα στον πάγκο. Πριν ο παπουτσής προλάβει να σκεφτεί τι είχε συμβεί, μπήκαν στο μαγαζί πελάτες, οι οποίοι μάλιστα πλήρωσαν γενναιόδωρα για τα παπούτσια που πουλούσε εκείνος, έτσι μάζεψε χρήματα και αγόρασε αρκετό δέρμα για να φτιάξει τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Το βράδυ σταμάτησε και πάλι τη δουλειά με τη σκέψη πως θα σηκώνονταν νωρίς για να τελειώσει το φτιάξιμο των παπουτσιών, αλλά μόλις ξύπνησε είδε και πάλι πως η δουλειά είχε ήδη γίνει. Και αυτό συνέβαινε συνέχεια, ξανά και ξανά ώσπου στο τέλος το καλός αυτός άνθρωπος έγινε και πάλι εύπορος και το τσαγκαράδικο άρχισε να ακμάζει.

Μια νύχτα, ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, καθώς κάθονταν με τη γυναίκα του δίπλα απ’ το ζεστό τζάκι και κουβέντιαζαν, ο τσαγκάρης γύρισε και την είπε «Απόψε, θα ήθελα να μείνουμε ξύπνιοι και να παραφυλάξουμε, ίσως να δούμε ποιος έρχεται και τελειώνει τη δουλειά μου.». Η σκέψη αυτή άρεσε στη γυναίκα του τσαγκάρη και έτσι αφού άφησαν ένα αναμμένο κερί για να βλέπουν στο σκοτάδι, κρύφτηκαν σε μια γωνιά του μαγαζιού πίσω από μια μακριά κουρτίνα που κρέμονταν εκεί και περίμεναν να δουν τι θα συνέβαινε.

Μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, εμφανίστηκαν δύο μικροί νάνοι που ήταν γυμνοί και κάθισαν στον πάγκο του τσαγκάρη, πήραν το δέρμα που είχε κόψει εκείνος, το έστρωσαν και με τα μικρά τους δάχτυλα άρχισαν να ράβουν τόσο γρήγορα που ο τσαγκάρης έμεινε με το στόμα ανοιχτό και για λίγη ώρα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους. Και συνέχισαν να δουλεύουν μέχρι που τα παπούτσια ήταν πια έτοιμα πάνω στον πάγκο. Τελείωσαν τη δουλειά τους πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος και εξαφανίστηκαν γρήγορα σαν αστραπή.Την επόμενη μέρα η γυναίκα είπε στον τσαγκάρη «Αυτά τα πλασματάκια μας έκαναν πλούσιους, και πρέπει να τους είμαστε ευγνώμονες, και να τους ανταποδώσουμε τη χάρη. Με στεναχώρησε πολύ που τα είδα να τρέχουν έτσι, χωρίς να έχουν έστω ένα πανωφόρι που να τα προστατεύει απ’ το κρύο. Θα σου πω τι θα κάνουμε, θα φτιάξω για το καθένα απ’ αυτά μια φορεσιά, ένα πουκάμισο, ένα παλτό, ένα γιλέκο και ένα πανταλόνι και εσύ θα τους φτιάξεις από ένα ζευγάρι παπούτσια για να κρατάει ζεστά τα ποδαράκια τους.»

Η σκέψη αυτή ευχαρίστησε πάρα πολύ τον τσαγκάρη και μια νύχτα, όταν όλα ήταν έτοιμα, άφησαν πάνω στον πάγκο αντί για το δέρμα που κανονιά έραβαν, τις φορεσιές και τα παπούτσια των νάνων. Γύρω στα μεσάνυχτα, τα μικρά πλασματάκια μπήκαν και καθώς κάθισαν ως συνήθως στον πάγκο για να αρχίσουν τη δουλειά, είδαν τα ζεστά ρούχα που τους περίμεναν, γέλασαν και ήταν κατευχαριστημένα. Ύστερα ντύθηκαν μέχρι να πεις κύμινο και άρχισαν να χορεύουν, να χοροπηδούν και να πετάγονται χαρούμενα δεξιά αριστερά, μέχρι που βγήκαν χορεύοντας έξω απ’ το μαγαζί. Ο τσαγκάρης δεν τους είδε ποτέ ξανά, αλλά από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, ήταν πάντα χαρούμενος και όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του.

ΠIΣΩ ΣΤΟ "Έκλεισα τα 4"